precut → κόβω από πριν, προτέμνω, τέμνω από πριν, κομμένος από πριν, κομμένη από πριν, κομμένο από πριν, που έχει κοπεί από πριν, προκομμένος, προκομμένο, προκομμένη, προτετμημένος, προτετμημένη, προτετμημένο





 

Search Tools