precut → κόβω από πριν, προτέμνω, τέμνω από πριν, κομμένος από πριν, κομμένη από πριν, κομμένο από πριν, που έχει κοπεί από πριν, προκομμένος, προκομμένο, προκομμένη, προτετμημένος, προτετμημένη, προτετμημένο
spiros ·
3 · 661