Γιώργος Ιωάννου, Δούλος ιερός του έρωτα (III)
Μόνο το σπίτι μου υπάρχει,
όλα τ’ άλλα χάθηκαν.
Είσαι μέσα εσύ, είσαι εντός,
με καρτεράς που έρχομαι.
Περνάς απ’ τις πολύξερες τις κάμαρες,
τη σκόνη παίρνεις, τη φριχτή σκουριά,
το τόσο χνούδι που κρυφομαζεύτηκε.
Το μεσημέρι με τη λήξη της δουλειάς,
χυμάω σαν το σίφουνα ερχόμενος.
Τρία ποτάμια διασχίζω ολοφούσκωτα.
Ούτε ο Έβρος είναι, ούτε ο Αξιός,
ούτε ο Αλιάκμονας, δικός μας ποταμός:
Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδήμειας.
Συμπλέκομαι με άλλους βιαστικούς,
δεν ξέρω αν το κάνουνε επίτηδες.
Κοιτάω στην πλατεία τους αναρχικούς,
τις κλούβες πιο εκεί κι αντιπαρέρχομαι.
Καιρό δεν έχουμε γι’ αυτά,
κοιτάω το μπαλκόνι φλογιζόμενος.
Αχ, βάζω το κλειδί όπως στον έρωτα.
Το σπίτι ευωδιάζει απ’ την ανάσα σου,
τα μέλη σου ανθούνε στο ημίφωτο.
Έλα και τύλιξέ με, δε ζητώ φαΐ,
δεν θέλω ύπνο, μιας στιγμής ξεκούραση.
Ακούμπα με, με το κορμί σου ντύσε με.
Κλειστά τα παραθύρια,
πεσμένα όλα τα παραπετάσματα.
Δεν μας χρειάζονται τα ξένα βλέμματα,
ούτε οι φωνές, ούτε τα ξένα βήματα.
Χαμηλωμένο ας μένει το τηλέφωνο.
Στα μάτια κοίταξέ με, καταδέξου με.
Από το ποίημα Δούλος ιερός του έρωτα (1980)