Ευχαριστώ για το «μπράβο», όμως— απλώς έτυχε!
Σύμφωνα με το «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», επίσης του Γ. Δ. Μπαμπινιώτη:
φυσαλλίδα
< αρχ. φυσαλλίς, -ίδος [ήδη τον 5ο αι. π.Χ. στον Αριστοφάνη], αρχική σημ. «πνευστό μουσικό όργανο», < φύσα (ή) «φυσερό - φύσημα, πνοή» (βλ.λ. φυσώ) + παραγ. τέρμα -αλλίς, πβ. κ. θρυ-αλλίδα, χρυσ-αλλίδα. Η σημ. «φούσκα, φουσκάλα (αέρα / νερού)» είναι ελνστ. (πβ. Λουκιαν. Χάρων ή έπισκοπ. 19.4-5: τάς φυσαλλίδας λέγω, άφ’ ών συναγείρεται ό αφρός).
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
φυσαλίδα ή φυσαλλίδα;
Η λέξη γράφεται από την Αρχαιότητα με δύο -λ- και αυτή είναι η ετυμολογικά συνεπέστερη γραφή: φυσαλλίδα. Η απλοποιημένη γραφή φυσαλίδα (με ένα -λ-), που υιοθετεί η σχολική γραμματική, απαντά αργότερα (από τον 2ο αι. μ.Χ.).
[Η υπογράμμιση, ανωτέρω, είναι δική μου.]
Και σε άλλα λήμματα:
βολβός
< αρχ. βολβός [ήδη τον 5ο αι. π.Χ.], αναδιπλ. τύπος που συνδ. με λατ. bulla «φυσαλλίδα» (> γαλλ. bulle, boule, ισπ. bula), λιθ. bdlbb «πατάτα», αρμ. boik «ραπανάκι», ίσως και με το αρχ. βώλος (βλ.λ.).
πομφόλυγα «φούσκα - αερολογία»
< αρχ. πομφόλυξ, -υγος (ή) (σπανίως αρσ.) < πομφό(ς) «φυσαλλίδα - φλύκταινα στο δέρμα» (βλ.λ.) + -λυγ-, πιθ. παραγ. επίθημα -υγ- με εκφραστ. -λ-, πβ. επίσης βδελύττομαι, μορμολύκειο.
χρυσαλλίδα ή χρυσαλίδα;
Η λέξη γράφεται από την Αρχαιότητα με δύο -λ- και αυτή είναι η ετυμολογικά σωστή γραφή: χρυσαλλίδα. Η γραφή χρυσαλίδα (με ένα -λ-) οφείλεται σε απλογράφηση.
…
Το κλειδί εδώ — όπως άλλωστε και σε πλείστες όσες περιπτώσεις — είναι η συνέπεια, έχοντας, βεβαίως, υπ’ όψιν, ότι στην Ελληνική ακολουθείται η ιστορική/ετυμολογική ορθογραφία. Το «επιχείρημα», λ.χ., «Η λέξη “καμμία” στη νέα Ελληνική γράφεται με ένα μ.», απλώς δε στέκει! Σε οποιαδήποτε Ελληνική, εφ’ όσον υπάρχει ένα ν προ του μ, τρέπεται σε μ, με αποτέλεσμα διπλό μ — δεν είναι ζήτημα εποχής!
Εφαρμόζοντας ιστορική/ετυμολογική ορθογραφία, αποφεύγοντας δηλαδή την «απλοποίηση», η εκμάθηση, κατανόηση και χρήση της γλώσσας μας διευκολύνεται, καθώς και ελαχιστοποιούνται οι ασυνέπειες και αποφεύγονται «μαργαριτάρια» του τύπου «του επικεφαλή» [!], καθώς και «απλογραφικές» μονολεκτικ[οποιητικ]ές υπερβολές όπως, π.χ. «εξάλλου» — το οποίο λεκτικορθογραφικό — ας μου επιτραπεί η, εν [χιλιο-]μέτρω, γλωσσοπλασία! — μόρφωμα — κατ’ εμέ [και πολλούς άλλους] έκτρωμα! — δεν έχει, βεβαίως, την παραμικρή σχέση με τη γενική πτώση του επιθέτου «έξαλλος»!
Τέλος, ας μου επιτραπεί και αυτό: στη «νέα Ελληνική» έχουμε και κατά κόρον αυθαιρεσίες, άρα και ασυνέπειες, του τύπου «κατάστασης, υπόθεσης» κλπ. … όταν στον πληθυντικό θα «κάνουν» «κατάστασων, υπόθεσων» κλπ., παρακαλώ ενημερώστε με… και— θα το μελετήσω!