Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Τα κύματα
[Ενότητα Τα κύματα και οι φωνές: Τα κύματα]
Επειδή ο θάνατος
είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις
γι’ αυτό επιμένω,
η χοάνη των μαλλιών σου αναστρέφει τα όνειρα
βάρκες πολύχρωμες, χωρίς μήκος, ολόφωτες
πλέουν στη νύχτα των ματιών σου,
γιατί τα μάτια σου είναι ευγενές κάρβουνο του Κάρντιφ
διαστημικοί ήλιοι στη νύχτα,
εδώ που στέγνωσαν τα μαλλιά σου,
τα μάτια σου θέρμαναν τον πηλό της σάρκας μου,
μετρώντας τις πληγές και το ξοδεμένο αίμα μας,
εδώ οι σκιές μας σκάψανε τους τοίχους
το πρωί ο ήλιος τις σάρωσε αφήνοντας
μια πίκρα, ένα λυγμό από κλάμα που πήρε πολλές αναβολές
φέρνοντας πάλι τα πρόσωπα στις καθημερινές διαστάσεις,
αυτές που μας διαφεύγουνε μέσα στην έξαρση,
μας επαναφέρουν στη φτωχή επιφάνεια της ζωής μας,
είσαι το τελευταίο πουλί της άνοιξης
κι η κόμη σου διαγράφει στον ορίζοντα
το βαρύ νόημα του ταξιδιού σου.
Στη ζωή μας υπερισχύει αυτό που δεν κατορθώνουμε να πλησιάσουμε
καθώς ένα είδωλο πολλαπλασιάζεται σε παράλληλους καθρέφτες,
σε κενούς εγκεφάλους και το πρόβλημα της αναγνώρισης δυναστεύει χέρι και πόδι,
αν η μνήμη δε μας διασώζει
επενδύοντας με σκηνικά το μέλλον μας
αφού στο τέλος όλα βουλιάζουν και πρέπει τότε μόνος
ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου
που επανέρχεται ακόρεστος μέσα στις ανάγκες του
άπληστος μέσα στο φόβο
ασυμφιλίωτος μέσα στον κόσμο,
επιτέλους τι απομένει από τόσον έρωτα και τόση φαντασία
από τη μουσική που υφάνανε τα χέρια σου
από τα ταξίδια στο βάθος των σκοτεινών ματιών σου
τους χώρους που γνώρισα ανεβαίνοντας τη στιλπνή σκάλα της κόμης σου,
είσαι η χορδή
και ρίχνω το βέλος στην καρδιά του πέλεκυ,
θέλω να πω:
Τίποτα δε χάνεται κι όλα κάποτε
αθροίζονται στην ψυχή μας.
Φτάσαμε λοιπόν στη μόνωση;
Γιατί πώς να γραφεί ένα ποίημα
όταν οι άλλοι σ’ απωθούν,
εσύ στη γωνιά συνομιλείς με τον εαυτό σου,
τ’ αδέλφια σου δε σε καταλαβαίνουν
γιατί και να σταθείς στο σταυροδρόμι
να μιλήσεις
ακόμη
σπάζοντας με τις φωνές σου
τα γυάλινα παράθυρα των πολυώροφων χτισμάτων
και πάλι δε θα σε πιστέψουν
θ’ αποστρέψουν το βλέμμα κουρασμένοι από τους ρήτορες
απατημένοι από τους δημόσιους αγύρτες
γνωρίζοντας καλά τι ξεφτίδια έχουν καταντήσει οι λέξεις και το αντίκρισμά τους,
τι είναι λοιπόν η ποίηση
και πώς γράφεται ο ποταμός αυτός της ψυχής μας
στις στεγνές, φονικές και σκοτεινές μας μέρες,
πώς να μιλήσω για να με καταλάβετε
αφού έχουν εξαντληθεί τα σχήματα
κι ένα καμίνι πρέπει ν’ αρχίσει να δουλεύει
ακατάπαυστα
για το καινούριο μέταλλο
για την καινούρια αγάπη.
Επειδή ο θάνατος
είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις
γι’ αυτό επιμένω,
σε κουβαλώ στο στήθος μου κατάσαρκα
κι αισθάνομαι τη φωνή σου στο δέρμα μου
τα κύματα της θάλασσας να χτυπάνε στους βράχους με τις σπηλιές
λέγοντας και πάλι τα λόγια που ειπώθηκαν
ξαπλωμένοι στα θαλάσσια χόρτα
ή ανεβαίνοντας στο λόφο με τις δεξαμενές,
ο έρωτας δεν είναι ένα σχήμα στον τοίχο
αίμα είναι που απλώνει πάνω στις γάζες
όχημα μοναδικό σώζει την ψυχή μας από τη φθορά
αρδεύει βαθιά τα ατίθασα δέντρα
του ύπνου μας.
Τραγουδώ τα μάτια σου
όταν όλα καταποντίζονται καθώς τα πλοία αύτανδρα η θάλασσα τα παίρνει,
την αγάπη σου που έναστρος ουρανός
υπερήφανος σα στήθος
συνοδεύει τις χάλκινες μέρες μου
τις οξειδωμένες.
Κι εσείς που μ’ ακούτε
μ’ αδιαφορία
σκεφτικοί από τις μικρόχαρες έγνοιες του βίου σας
πλέετε μ’ ολάνοιχτα τα πανιά της αποτυχίας
αλαζόνες μέσα στον καταδικασμένο κόσμο σας
στείροι
ανίκανοι ν’ αντιληφθείτε με πόση αγάπη
και θάνατο χτίζεται
η κάθε μέρα
αυτή που είναι το αιώνιο τραγούδι του κόσμου.
2 του Νοέμβρη 1966-του Φλεβάρη 1967
Από τη συλλογή Τα κύματα και οι φωνές (1971)