go spare → καθίσταμαι διαθέσιμος, βγαίνω από τα ρούχα μου, γίνομαι βαπόρι, γίνομαι έξαλλη, γίνομαι έξαλλος, γίνομαι έξω φρενών, διαολίζομαι, εξοργίζομαι, ζοχαδιάζομαι, θολώνω, μου ανάβουν τα αίματα, μου ανάβουν τα λαμπάκια, μου τη βαράει, μπαρουτιάζω, παίρνω ανάποδες, παίρνω ανάποδες στροφές, σαλτάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στην κράνα, τα παίρνω στο κρανίο, τρελαίνομαι, τσαντίζομαι, τσατίζομαι

spiros · 1 · 1345

spiros

  • Administrator
  • Hero Member
  • *****
    • Posts: 855425
    • Gender:Male
  • point d’amour
go spare → καθίσταμαι διαθέσιμος, βγαίνω από τα ρούχα μου, γίνομαι βαπόρι, γίνομαι έξαλλη, γίνομαι έξαλλος, γίνομαι έξω φρενών, διαολίζομαι, εξοργίζομαι, ζοχαδιάζομαι, θολώνω, μου ανάβουν τα αίματα, μου ανάβουν τα λαμπάκια, μου τη βαράει, μπαρουτιάζω, παίρνω ανάποδες, παίρνω ανάποδες στροφές, σαλτάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στην κράνα, τα παίρνω στο κρανίο, τρελαίνομαι, τσαντίζομαι, τσατίζομαι

To be available or unused.
There's some bacon going spare if anyone wants some more.
(UK, informal) To become very angry; to become frustrated or distraught: see spare.
When he found out that someone had broken the window, he went spare.
The poor girl is going spare, stuck in the house all day with the kids like that.
(archaic) To be unemployed.
go spare - Wiktionary, the free dictionary


 

Search Tools