get up in → ξεσκίζω, τον χώνω βαθιά, πετάω τα μάτια έξω, πηδάω, πηδώ, απαυτώνω, αυτώνω, κουτουπώνω, αποτετοιώνω, τετοιώνω, φιστικώνω, παίρνω, γαμάω, τον ρίχνω, ρίχνω έναν, της τον χώνω, τον χώνω, τον μπήγω, καλαφατίζω, βολεύω, ρίχνω ένα μανίκι, τραβάω ένα μανίκι, της την κάνω τη δουλειά, κάνω με τα κρεμμυδάκια
spiros ·
1 · 129